- Ζεφυρία
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του όρμου της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεφυρία — ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρία — Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφύρια — Ζεφύριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύρια — ζεφύριος of the West neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίας — ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίαν — ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱν , ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίας — Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίαν — Ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek